Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Ο Φόβος του Θανάτου

Στην παρανοϊκή εποχή που ζούμε, της "Πανδημίας" του λεγόμενου Κορωνοιού, βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από ειδήσεις που μιλάνε για τον αριθμό κρουσμάτων, τους μολυσμένους δηλαδή ανθρώπους, και τον αριθμό των Θανάτων, δηλαδή τα θύματα του. Κάθε μέρα μαθαίνουμε πόσοι έχουν αρρωστήσει, πόσοι βρίσκονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας που χαροπαλεύουν και πόσοι κατέληξαν. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο ευσταθούν οι αριθμοί αυτοί και τι είναι τελικά αλήθεια από τις στατιστικές που μας παρουσιάζουν, ένα είναι το σίγουρο, η πρακτική της καθημερινής ενημέρωσης για θανάτους, δεν είναι καθόλου τυχαία. Γίνεται εσκεμμένα βάσει ενός καλά οργανωμένου σχεδίου με κύριο σκοπό να διατηρηθεί ο φόβος. Παρακάτω, θα αναλύσουμε τον μεγαλύτερο φόβο των ανθρώπων, τον θάνατο, και τι μπορούμε να κάνουμε για να τον αντιμετωπίσουμε.


Ο Φόβος 

Χωρίς αμφιβολία, ο Φόβος είναι ένα από τα πιο δυσάρεστα συναισθήματα που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος και ανάλογα με το είδος, την ένταση και τη διάρκειά που μπορεί να έχει, επηρεάζει καταλυτικά τον ψυχισμό και την ποιότητα της ζωής του. Μπορούμε σχηματικά να ξεχωρίσουμε δύο βασικά είδη φόβου, τον πρωτογενή και τον δευτερογενή ή εξαρτώμενο. Ο πρωτογενής εμφανίζεται σε καταστάσεις άμεσου κινδύνου ή απειλής και εκδηλώνεται ως ένας αυτόματος ψυχολογικός μηχανισμός αποφυγής από την εστία που τον δημιουργεί. Όταν για παράδειγμα δούμε ένα Λιοντάρι, μας δημιουργείται έντονα το συναίσθημα του φόβου, το οποίο στην ουσία μας κάνει να αποστρεφόμαστε από αυτό πριν καν σκεφτούμε και αναλύσουμε τον επικείμενο κίνδυνο. Διότι εάν το σκεφτόμασταν, μπορεί να ήταν ήδη αργά. Είναι με άλλα λόγια ένας άμεσος, αντανακλαστικός κατά μια έννοια, τρόπος αυτοπροστασίας του ανθρώπου και εκδηλώνεται άμεσα χωρίς να περιλαμβάνει στοχασμό ή να σχετίζεται με αφηρημένες έννοιες ή ιδέες. 

Στις περιπτώσεις τώρα που ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος ή απτός, τότε το συναίσθημα του φόβου μπορεί να καλλιεργηθεί και να ριζωθεί στον ψυχισμό του ανθρώπου. Αυτός το είδος του φόβου, που μπορούμε να τον ονομάσουμε δευτερογενή ή ψυχολογικό είναι τις περισσότερες φορές μακροχρόνιος και δε στηρίζεται αλλά ούτε και δικαιολογείται λογικά από κάποιο υπαρκτό και άμεσο κίνδυνο. Συνήθως είναι αποτέλεσμα έντονης ανησυχίας ή άγχους σε συνάρτηση με μια υποθετική απειλή ή μια δυσάρεστη κατάσταση που θέλουμε να αποφύγουμε. Γιαυτό και ο φόβος αυτού του είδους είναι πάντα φόβος σε σχέση με κάτι άλλο που είναι ως επί το πλείστων (αλλά όχι κατ ανάγκη) δυσάρεστο και το αποστρεφόμαστε. Έτσι μπορούμε πχ να σκεφτούμε τον φόβο για τα μικρόβια και τον κίνδυνο γενικά μιας μόλυνσης από μεταδοτική ασθένεια, τον φόβο της μοναξιάς, τον φόβο για το σκοτάδι, τον φόβο της οικονομικής ανέχειας και της φτώχειας, τον φόβο της ασθένειας, τον φόβο της τιμωρίας και πάει λέγοντας...Εάν τώρα αυτός ο φόβος συνδυαστεί με τον Θάνατο, το μέγιστο των κακών, τότε έχουμε να κάνουμε με το απόλυτο ψυχολογικό εργαλείο που μπορεί να παραλύσει τις ψυχές των ανθρώπων και να τους πείσει να αποδεχθούν και τα πιο παράλογα πράγματα απλά και μόνο με την υπόσχεση μιας θεωρητικής προστασίας και μιας, υποτιθέμενης πολλές φορές, ασφάλειας.

Ο Θάνατος 

Ο πολιτισμός μας θεωρεί τον Θάνατο, την κατάλυση δηλαδή της ατομικής ύπαρξης, ως το απόλυτο κακό. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο ή "Φρικωδέστατο" από αυτόν. Από μικροί μαθαίνουμε να τον αντιμετωπίζουμε σαν κάτι το αφύσικο που είναι όμως αναπόφευκτο και εκπαιδευόμαστε επιμελώς να κρυβόμαστε από αυτόν. Είναι ένα κοινό μυστικό, που όλοι το γνωρίζουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, ότι δηλαδή κάποια μέρα θα πεθάνουμε, αλλά αρνούμαστε να το παραδεχτούμε ανοιχτά ως μια φυσική πραγματικότητα. Όταν τον συναντάμε δε, βλέποντας κάποιον άλλο πάντα να πεθαίνει, είτε σε περίπτωση ατυχήματος, είτε λόγω ασθένειας είτε λόγω γήρατος μας εμφανίζεται σαν μια στενάχωρη παρένθεση που δεν ταιριάζει καθόλου στην κανονικότητα της ζωής μας εν γένει. Ένα συμβάν παράτερο σχεδόν παράδοξο για τον δικό μας λογικό κόσμο της ζωής, της τάξης και της ανάπτυξης. Το κόσμο όπου όλα τα μετράμε και τίποτα δε μας ξεφεύγει, τον κόσμο της τεχνολογικής εξέλιξης, όπου τα πάντα καταγράφονται, τίποτα δε σβήνεται ή καταλύεται και όλα αποθηκεύονται μια και για πάντα. Τον κόσμο όπου το όνειρο, που εξακολουθεί βεβαίως να είναι μια αυταπάτη, είναι να καταφέρουμε μέσω της τεχνολογίας και της επιστήμης να επεκτείνουμε τα όρια της ζωής μας και κάποια στιγμή να βρεθεί ένας τρόπος να ζήσουμε για πάντα. 

Σαφώς, Ο θάνατος ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση η μόνιμη απώλεια του, είναι ένα στενάχωρο γεγονός για όλους, πόσο μάλλον για τους οικείους του. Και είναι προφανώς ακόμα πιο σκληρό και αβάσταχτο όταν αυτός έρχεται πρόωρα ή τυχαία και ξαφνικά. Δεν υπάρχει νομίζω, χειρότερο πράγμα από τους γονείς να χάνουν τα παιδιά τους ή τα παιδιά σε μικρή ηλικία να μένουν ορφανά. Αλλά ακόμα και στην ώρα του όταν έρχεται, πχ σε έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας πλήρους ημερών, πάλι δυσκολευόμαστε να τον αποδεχτούμε. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι κάτι το αναμενόμενο αν αναλογιστούμε ότι οι άνθρωποι γενικά είναι προσκολλημένοι στη ζωή σε τέτοιο βαθμό που αρνούνται να αποδεχθούν ως φυσιολογική την παροδικότητα της ύπαρξης τους. Όμως, ο κόσμος βασίζεται σε ένα αιώνιο γίγνεσθαι, μια ασταμάτητη εναλλαγή. Όπως μας είπε και ο μεγάλος "Σκοτεινός" Φιλόσοφος Ηράκλειτος: "πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, καὶ ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα λέγει ὡς δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἄν ἐμβαίης.". Δηλαδή ότι όλα αλλάζουν και τίποτα δε μένει στάσιμο όπως τα νερά ενός ποταμού αλλάζουν έτσι που τελικά δυο φορές δεν μπορούμε να διασχίσουμε τον ίδιο ποτάμι, εφόσον τα νερά του δεν είναι πια τα ίδια. Το μόνο σταθερό και στέρεο του κόσμου τούτου είναι το αιώνιο πυρ που ανάβει και σβήνει με μέτρο ή όπως μας το έγραψε με εκπληκτικό τρόπο ο ίδιος ο σοφός "κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.". Επομένως, όπως τα πάντα στον κόσμο, έτσι και η ατομική ύπαρξη μεταβάλλεται συνεχώς, φθείρεται μέχρι που τελικά καταλύεται και πεθαίνει για πάντα. 

Ωστόσο, εάν το σκεφτούμε καλύτερα προσπαθώντας να απομακρυνθούμε όσο γίνεται από την ατομική και εγωιστική οπτική μας, θα αντιληφθούμε ότι το να πεθαίνει ένας άνθρωπος είναι το ίδιο φυσικό και επόμενο όπως ακριβώς είναι το να γεννιέται. Η με άλλα λόγια  για να μπορέσει να γεννηθεί και να χαρεί τη ζωή του ένας άνθρωπος, κάποιος άλλος θα πρέπει να πεθάνει ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία. Ενώ για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει πολλά χρόνια και έχει πια κουραστεί, ο θάνατος είναι στην πραγματικότητα λυτρωτής που έρχεται για να τον ξεκουράσει και να τον απαλλάξει από τα δεινά και τις δυσκολίες της ζωής, τις οποίες καλούνται έπειτα να αναλάβουν οι νέες γενεές. Αυτή ακριβώς είναι η συμπαντική συμφωνία του κόσμου, η εναλλαγή μεταξύ ζωής και θανάτου, που δρα ως ένας ιδανικός μηχανισμός αφού καταφέρνει με αυτόν τον τρόπο να ανανεώνει τη ζωή, διατηρώντας τη φρεσκάδα της ενώ ταυτόχρονα αυτή να παραμένει αιώνια και η ουσία της αναλλοίωτη. Πώς αλλιώς, θα μπορούσαν οι νέες υπάρξεις όταν γεννιούνται να βιώνουν με θαυμασμό και δέος το θαύμα της ζωής, σαν να είναι κάτι το καινούργιο και όμορφο, ενώ οι παλιές, οι κουρασμένες, που έχουν ζήσει τη ζωή και έχουν καταλάβει καλά ότι δεν είναι ούτε το ένα αλλά ούτε το άλλο, να φεύγουν πια λυτρωμένες; Γιατί η ουσία δε βρίσκεται στις ατομικότητες όπως είναι για παράδειγμα μια προσωπικότητα, ένας άνθρωπος, και όπως νιώθουμε και εμείς με βεβαιότητα και σιγουριά ως τέτοιες αλλά αντίθετα ενυπάρχει στην ολότητα της ίδιας της ζωής. Και τελικά αυτό το έργο που μας παίζει το θέατρο της ζωής, είναι πάντα το ίδιο και απαράλλακτο. Η γέννηση, ο Έρωτας, το Ζευγάρωμα, ο Χωρισμός, η Αγάπη, η προδοσία, η Φιλία, ο Θάνατος είναι οι πράξεις του έργου, που έχουν παιχτεί ξανά και ξανά και που όσο εκπληκτικά μοναδικές και αν φαντάζουν τώρα όπως τις ζούμε στο παρόν, είναι ωστόσο πάντα ίδιες. Το μόνο που αλλάζει είναι οι ηθοποιοί ή αλλιώς οι ατομικότητες (ανθρώπινες προσωπικότητες) και ο χρόνος που τις χωρίζει.  

Ο Φόβος του Θανάτου

Η προσκόλληση στη ζωή, όπως είδαμε πιο πάνω, σε συνδυασμό με την ακλόνητη βεβαιότητα του ΕΓΩ της ατομικής ύπαρξης ως το κέντρο, την πηγή του κόσμου και άρα την ίδια την αιωνιότητα, είναι που κάνει τον άνθρωπο να τρομάζει στην ιδέα του Θανάτου του. Πράγματι, η σκέψη και μόνο ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε, μας δημιουργεί ένα συναίσθημα μεταξύ αμηχανίας, απελπισίας, φόβου αλλά πολλές φορές και τρόμου. Ίσως, αυτός να είναι και ο λόγος που γενικά κρυβόμαστε συστηματικά από αυτόν, πείθοντας κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό μας ότι ο θάνατος, ενώ ήρθε ή θα έρθει χωρίς εξαίρεση σε όλους τους άλλους, σε εμένα που είμαι το πραγματικό ΕΓΩ, το πραγματικό κέντρο του κόσμου, τελικά δε θα έρθει διότι ο κόσμος δεν γίνεται να σταματήσει, να τελειώσει. Έτσι, ζούμε σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε και αντιμετωπίζουμε τα πάντα γύρω μας με αυτή τη σιγουριά. Γι'αυτό βλέπουμε γύρω μας τους ανθρώπους να παίρνουν πολύ στα σοβαρά τα προβλήματα και τις σκοτούρες της καθημερινότητας τους και να ζουν έντονα στον μικρόκοσμό τους. Συσσωρεύουν πράγματα, χρήματα, περιουσίες και αγαθά για να νιώσουν ασφάλεια και να εξασφαλίσουν το (αβέβαιο) μέλλον τους. Τους ενδιαφέρει αφάνταστα η γνώμη των άλλων και γενικά η εικόνα τους, όντας αυτάρεσκοι στον άκρατο βαθμό ενώ η ματαιοδοξία τους είναι πάντοτε ανεξάντλητη. Η δίψα και η όρεξη για την ικανοποίηση των επιθυμιών τους, όσο παράλογων και ανεδαφικών, είναι ακόρεστη. Παθιάζονται και φανατίζονται με πράγματα και καταστάσεις τελείως ασήμαντα και μηδαμινά και με μια λέξη νομίζουν ότι είναι κάποιοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα τίποτε, μια στιγμή, μια σταγόνα στον ωκεανό. Πάντως, όσο ο πολιτισμός και η κοινή συνείδηση φοβάται και βλέπει σαν εχθρό της τον θάνατο, τόσο περισσότερο γιγαντώνεται το ατομικό ΕΓΩ που τρέμει και δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με αυτόν. Θα ήταν απείρως πιο ωφέλιμο για ολους μας να μην βλέπουμε τον θάνατο σαν εχθρό αλλά αντίθετα σαν φίλο μας. Να μην ζούμε την ζωή σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε αλλά αντίθετα να ζούμε κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία μας σε αυτόν τον μάταιο κόσμο.

Παράσταση του θανάτου
Αυτή ακριβώς η πεισματική άρνηση του ανθρώπου απέναντι στην ιδέα του θανάτου, δηλαδή το να ζει σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνει, προέρχεται όπως είπαμε από την ακλόνητη βεβαιότητα της αιωνιότητας του ΕΓΩ που εδράζει μέσα μας. Διότι η ουσία της και μόνο είναι αναμφισβήτητα και άφθαρτη αλλά και αιώνια και είναι εκείνη που μας δίνει κάθε στιγμή την σιγουριά της. Έτσι για παράδειγμα νιώθουμε αλλά και είμαστε βέβαιοι, χωρίς όμως να το ξέρουμε αυτό εκ των προτέρων, ότι και αύριο αλλά και κάθε αύριο θα είμαστε ζωντανοί και θα ξυπνήσουμε για να γευτούμε τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής. Αυτή η σιγουριά είναι που μας δίνει και την δύναμη να συνεχίσουμε να ζούμε ακόμα και στις πιο αντίξοοες συνθήκες. Μας δίνει με άλλα λόγια την βούληση για ζωή. Η ψευδαίσθηση αυτή, δηλαδή μιας βεβαιότητας που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα του φθαρτού μας κόσμου, είναι σε έναν βαθμό αναγκαία. Διότι μόνο έτσι καταφέρνει το ανθρώπινο είδος, που είναι το εξυπνότερο όν και γνωρίζει από πριν ότι θα πεθάνει, να επιβιώνει αλλά και να διαιωνιζεται. Γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να συνεχίσει να θέλει να ζει και να κοπιάζει κανείς, έχoντας πλήρη συνείδηση της ματαιότητας αυτης της επιδίωξης; Πως θα μπορούσαν γεννεες επι γεννεών να γεννιούνται, να βασανίζονται, να κοπιάζουν και ύστερα να φθείρονται, να αρρωσταίνουν και στο τέλος να πεθαίνουν; Να βιώνουν ακριβώς τα ίδια, ξανά και ξανά όντας πάντα τα πιόνια ενός αιώνιου κοσμικού δράματος; Διότι εάν κάποιος καταλάβει πλήρως το μάταιο της ύπαρξης του, γιατί να μην δώσει ο ίδιος ένα τέλος, αποφασίζοντας εκείνος πότε θα έρθει αυτό, έτσι ώστε να νίωσει έστω και για μια στιγμή ότι δεν είναι έρμαιο των συνθηκών και των καταστάσεων; Όμως η ίδια η συνειδητοποίηση της φθαρτότητας μας δεν θα πρέπει να μας καταρρακώνει ή να μας στεναχωρεί και σε καμία περίπτωση να μας κάνει αυτοκτονικούς. Κάθε άλλο μάλιστα, εάν το σκεφτούμε πιο προσεκτικά θα πρέπει μάλλον να μας καθησυχάσει πλήρως αφού τελικά από την ζωή δεν μπορούμε ούτε να κερδίσουμε αλλά ούτε και να χάσουμε κάτι.

Γενικά, το "πρόβλημα" του θανάτου , γιατί ως τέτοιο το βλέπει ο άνθρωπος, και σαν επακόλουθο ο φόβος που προέρχεται από αυτόν, ήταν αλλά και είναι διαχρονικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που προβλημάτισαν και συνεχίζουν να προβληματίζουν την ανθρώπινη διανόηση. Για να απαλύνουν την αγωνία των ανθρώπων, πρώτες οι οργανομένες θρησκείες προσπάθησαν να δώσουν μια τελική απάντηση, με γνώμονα πάντα να επιβεβαιώσουν τον κρυφό μας πόθο, ότι δηλαδή το ΕΓΩ και η συνείδηση μας τελικά, θα καταφέρει να διατηρηθεί και μετά την φυσική διάλυση του σώματος μας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε μια μετά θάνατον ζωή. Ωστόσο, αυτό θα γίνει μόνο εάν είμαστε καλά παιδιά και ακολουθουμε τις προσταγές του αντίστοιχου θεου και είμαστε πιστοί της αντίστοιχης θρησκείας. Βέβαια δεν κατάφεραν ποτέ να απαντήσουν στο πρόβλημα για όλους ανεξαιρέτως, εφόσον όλοι είμαστε παιδιά του Θεού ακόμα και όσοι δεν έχουν θεό και ούτε καν πιστεύουν ή ακολουθούν τις νουθεσίες και προσταγές τους. Και τελικά ένα διανοητικό σύστημα που διαχωρίζει τους ανθρώπους και τους θεωρεί καλούς και κακούς, αυτούς που θα σωθούν και τους άλλους που θα χαθούν μάλλον δεν ταιριάζει καθόλου με τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος και το σύμπαν και επομένως δεν μπορεί να μας δώσει πειστικά μια απάντηση. Αν στραφούμε στην φιλοσοφία και συγκεκριμένα στην αρχαία ελληνική που πάντα αποτελεί ανεξάντλητη πηγή γνώσης, ίσως να είμαστε πιο τυχεροί

Ο Ηνίοχος  ο  οποίος συγκρατεί τα ηνία της ψυχής,
απο την παραβολή του Πλάτωνα στον Φαίδρο
Οι περισσότεροι, αλλά όχι όλοι, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι κρατήσαν μια στάση αισιόδοξη και συνάμμα σχεδόν ηρωική απεναντι στο φαινόμενο του θάνατου. Αισιόδοξη γιατι πίστευαν τόσο στην ύπαρξη μιας ξεχωριστής ανθρώπινης ψυχής (δηλαδή του ακλόνιτου ΕΓΩ όπως το βιώνουμε) από το ανθρώπινο σώμα, η οποία υπάρχει και μετά την διάλυση του σώματος. Όσο και στην διατήρησή της μέσω μιας μεταθανάτιας ζωής, με τον έναν ή τον αλλον τρόπο, σε έναν"μεταφυσικό κόσμο". Σίγουρα όμως, λίγο πολύ συμφωνούν σε ένα πράγμα, ότι δεν θα πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο. Ο Πλάτων, που είναι χωρίς αμφιβολία ο επιδραστικότερος φιλόσοφος όλων των εποχών, έγραψε τον ορισμό της φιλοσοφίας σε σχέση με τον θάνατο "Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου" και ότι "Οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι." και τέλος ότι  " Και το τεθνάναι αυτοίς ήκιστα φοβερόν". Σε ελεύθερη απόδοση: η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου και όσοι φιλοσοφούν ορθά είναι αυτοί που μελετούν πως θα πεθάνουν έτσι που όταν αυτοί θα πεθαίνουν δεν θα είναι για αυτούς κάτι το φοβερό. Δημιούργησε ένα αριστουργηματικό διανοητικό κατασκεύασμα στα έργα του, τον κόσμο των ιδεών. Αυτός λοιπόν ο "μεταφυσικός" κόσμος των ιδεών είναι ο πραγματικός του οποίου σκια και μίμηση είναι ο δικός μας, ο κόσμος των αισθήσεων, που βλέπουμε γύρω μας. Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, η ψυχή του αποδεσμεύεται από το δυσβάστακτο βάρος του σώματος και μπορεί πλέον να αφιερωθεί απερίσπαστη στη θέαση των αιώνιων και άφθαρτων Iδεών. Με την μεταφυσική βεβαιότητα αυτή λοιπόν, ο θάνατος μάλλον φαντάζει ως λύτρωση αφού απελευθερώνει επιτέλους την ψυχή από τα δεσμά της. Η θεώρηση του Πλάτωνος για τον κόσμο των ιδεών και την αθανασία των ψυχών είναι χωρίς αμφιβολία εκπληκτική. Τα έργα του είναι αριστουργήματα όχι μόνο της φιλοσοφίας αλλά γενικότερα της ανθρώπινης σκέψης και είναι σαφώς ανυπέρβλητα. Κανείς δεν κάλυψε με τόσο καθηλωτικό τρόπο το σύνολο των φιλοσοφικών ζητημάτων χρησιμοποιώντας εικόνες, παραβολές, μύθους για να περάσει τις ιδέες του. Ωστόσο, η θεωρία του δεν είναι και τόσο ρεαλιστική και στηρίζεται στον δόγμα της ύπαρξης ενός ιδεατού Κόσμου που προφανώς δεν μπορεί να αποδειχθεί.

Μία διαφορετική φιλοσοφική προσέγγιση στο ζήτημα του θανάτου, σαφώς πιο κοντά στην πραγματικότητα που μπορούμε να αισθανθούμε αλλά και πιο πρακτική στην εφαρμογή της, ανήκει στην διδασκαλεία του Κήπου και του ιδρυτή της Επίκουρου. Ο Επίκουρος ήταν υπέρ της υλιστικής θεώρησης των πραγμάτων και βάση αυτής προσπαθούσε να εξηγήσει τον Κόσμο και τα φαινόμενα του. Ο σκοπός της φιλοσοφίας του ήταν να "γιατρέψει" τις ψυχές των ανθρώπων και με την κατάλληλη "φαρμακευτική" αγωγή να τις οδηγήσει στην ανώτερη ψυχική κατάσταση που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος, την αταραξία. Για να το καταφέρει αυτό, υποστήριζε ότι το μέγιστο αγαθό για τον άνθρωπο είναι η ηδονή. 'Οχι όμως την ηδονή που προσφέρουν οι σωματικές απολαύσεις και η ασυδωσία. Την ηδονή ώστε να μην πονάει το σώμα και να μην λυπάται η ψυχή. Για να κατακτήσει όμως ο άνθρωπος την ηδονή, θα πρέπει πρώτα να καταρρίψει όλους τους φόβους, τις δεισιδαιμονίες, τις αγωνίες και τις προκαταλήψεις που έχει στην ψυχή του. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, η μεγαλύτερη από όλες τις αγωνίες, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση είναι ο φόβος του θανάτου. Για τον Θάνατο στην επιστολή προς Μενοικέα έγραψε: (σε δική μου απόδοση): "Είναι ένα τίποτα για μας ο Θάνατος. Γιατί κάθε αγαθό και κακό βρίσκεται στις αισθήσεις. Η στέρηση της αίσθησης είναι ο Θάνατος. Το ότι είναι ένα τίποτα για μας ο Θάνατος, κάνει απολαυστική την θνητή ζωή μας, διότι δεν της προσθέτει άπειρο χρόνο αλλά αντίθετα διώχνει τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει τίποτα φοβερό στην ζωή όταν έχεις κατανοήσει πλήρως ότι τίποτε το φοβερό δεν υπάρχει στο να μην ζεις" και
και πιο κάτω "...Το φρικτότερο λοιπόν από όλα τα κακά, ο θάνατος, δεν μας αγγίζει. Επειδή όταν εμείς είμαστε, ο θάνατος δεν υπάρχει, Όταν ο θάνατος έρθει, εμείς δεν θα υπάρχουμε" Η Τετραφάρμακος  συνοψίζει με εξαιρετικό τρόπο την ηθική φιλοσοφία του Επίκουρου: "Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον" Δηλαδή δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θεό, τον θάνατο δεν μπορούμε να τον αντιληφθούμε, το αγαθό εύκολα μπορούμε να τον αποκτήσουμε και το δεινό εύκολα να το αντέξουμε.

Άρατος ο Δαιμόνιος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου